ἡνιόχους

ἡνιόχους
ἡνίοχος
one who holds the reins
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ἡνιόχους — Ἡνίοχος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τελχίς — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν ένας από τους ηνίοχους των Διοσκούρων (ο άλλος ήταν ο Άμφιτος) κατά την Αργοναυτική εκστρατεία. Και οι δυο παρέμειναν στον Πόντο, ίδρυσαν τη Διοσκουριάδα και έγιναν γενάρχες του λαού των Ηνιόχων… …   Dictionary of Greek

  • Διοσκουριάς — Αρχαία αποικία των Ελλήνων στον Εύξεινο Πόντο. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ιδρύθηκε κατά την Αργοναυτική εκστρατεία από τους Διόσκουρους ή από τους ηνίοχούς τους, Τέλχη και Άμφιτα, και κατοικήθηκε από Μιλήσιους. Επί Τραϊανού μετονομάστηκε σε… …   Dictionary of Greek

  • Ηνίοχοι — Αρχαίος σαρματικός λαός που κατοικούσε στη βόρεια παραλία του Ευξείνου, στην Ηνιοχία. Σύμφωνα με την παράδοση, κατάγονταν από τους Αργοναύτες αδελφούς Κρέκα και Αμφίστρατο, ηνίοχους των Διοσκούρων, που έμειναν στην Κολχίδα και ζούσαν από την… …   Dictionary of Greek

  • Κλοντ, Πιοτρ Κάρλοβιτς — (Petr Karlovitch Klodt, 1805 – 1867). Ρώσος γλύπτης. Παρακολούθησε μαθήματα στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Αγίας Πετρούπολης, όπου το 1838 διορίστηκε καθηγητής. Ο Κ. ήταν επικεφαλής του εργαστηρίου της χύτευσης. Τα γλυπτά του, είτε αφορούσαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”